ψευτοζώ

ψευτοζώ
ζω με στερήσεις, κακοπερνώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψευτοζώ — Ν ζω με μεγάλες δυσκολίες και στερήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + ζω] …   Dictionary of Greek

  • ακροζώ — ψευτοζώ, μόλις που καταφέρνω και ζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοπερνώ — άω, Ν ψευτοζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + περνώ] …   Dictionary of Greek

  • φυτοζωώ — φυτοζώησα 1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις. 2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί. 3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό. 4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευτοπερνώ — και ψευτοπερνάω ψευτοπέρασα, ψευτοζώ, ζω με δυσκολίες, κακοπερνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”